εξεγερτήριος

εξεγερτήριος
-α, -ο
αυτός που χρησιμεύει για ξύπνημα, για εγερτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξεγείρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Νικ. Σαρίπολο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”